ῤάρος

ῤάρος
ῤάρος, , a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as [dialect] Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as
A = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῤάρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράρος — ὁ, Α 1. η γαστήρ, η κοιλιά 2. το έμβρυο 3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα 4. ο ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός] …   Dictionary of Greek

  • Rharvs — RHARVS, i, Gr. Ῥάρος, ου, ein Sohn des Kranaus. Hesych. in Κραναοῦ, p. 557. & Salmas. ad ill. in Ῥάρος. Er war, nach einigen, des Celeus Vater, und Triptolems Großvater; Suid. in Ῥαριὰς, Tom. III. p. 252. nach andern aber so gleich Triptolems… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ράριον — τὸ, Α [ῤάρος] υποκορ. τού ῤάρος* …   Dictionary of Greek

  • Ράριον — τὸ, Α [‘Ρᾱρος] (ενν. πεδίον) η πεδιάδα τής Ελευσίνας, το πεδίον τού Ράρου, τού πατέρα τού Τριπτολέμου …   Dictionary of Greek

  • ραρία — ἡ, Α [ Ρᾱρος] (ενν. γῆ) το Ράριον* πεδίον …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρου, λίμνη — Μικρή λίμνη (0,6 τ. χλμ.) της Αττικής, μετά το Δαφνί, στον δρόμο προς την Ελευσίνα. Τη σημερινή ονομασία της οφείλει στο γειτονικό με αυτήν κτήμα, που παλαιότερα ανήκε στον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ρειτοί, από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”